ντεμπουτάρω
Προφορά
Ετυμολογία
ντεμπουτάρω ντεμπούτο• ή από το └ιταλ┘debuttare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ντεμπουτάρω
✦ κάνω την αρχή, τα πρώτα βήματα στη σταδιοδρομία μου
✦ κάνω το ντεμπούτο μου, εμφανίζομαι για πρώτη φορά στη σκηνή θεάτρου ή στον κινηματογράφο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–