ντεμπιτάντ
Προφορά
Ετυμολογία
ντεμπιτάντ └γαλλ┘ débutante, └θηλ┘ του débutant
Ερμηνεία
ντεμπιτάντ
✦ άκλ. ουσ. γυναίκα ηθοποιός που κάνει το ντεμπούτο της, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή θεάτρου ή στον κινηματογράφο
✦ νεαρά που κάνει την πρώτη της κοινωνική εμφάνιση, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην υψηλή κοινωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–