ντελής


ντελής
Προφορά

Ετυμολογία
ντελής └τουρκ┘deli

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ντελής

✦ τρελός ή πολύ ζωηρός
✦ (ως α΄ συνθετικό, για άνεμο) ορμητικός: φυσούσε ένας ντεληβοριάς (τρελοβοριάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.