νταβραντίζω
Προφορά
Ετυμολογία
νταβραντίζω └τουρκ┘davrandim, αόρ. του davranmak (=στέκω στα πόδια μου)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νταβραντίζω
✦ είμαι γεμάτος ζωτικότητα, σφρίγος: ετούτο πάλι, νταβραντισμένο από την καλοπέραση (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–