ντέρτι


ντέρτι
Προφορά

Ετυμολογία
ντέρτι └τουρκ┘dert

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ντέρτι

✦ ψυχικός πόνος, βάσανο, καημός: ντέρτι και μαράζι δε βάζω στην καρδιά (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.