νοώ
Προφορά
Ετυμολογία
νοώ αρχαία ελληνική νοέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νοώ -είς, -εί
✦ εννοώ, καταλαβαίνω: όσο μένει κοντά μας, κρύφιο δεν υπάρχει να μην το νοεί (Γ. Γεραλής) – φρ. ο νοών νοείτω, όποιος έχει μυαλό, ας καταλάβει
✦ σκέφτομαι, στοχάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–