νουκλεϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
νουκλεϊκός └αγγλ┘nucleic
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νουκλεϊκός -ή, -ό
✦ νουκλεϊκά οξέα, χημικές ενώσεις που φέρουν το γενετικό υλικό των ζωντανών κυττάρων και ρυθμίζουν, με τη συμμετοχή τους στη σύνθεση των πρωτεϊνών, τις δραστηριότητες των κυττάρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–