νουγκά


νουγκά
Προφορά

Ετυμολογία
νουγκά └γαλλ┘ nougat, από το └λατιν┘ nux, nucis (= καρύδι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το νουγκά

✦ είδος γλυκίσματος από αμύγδαλα (καρύδια ή φουντούκια), ζάχαρη και ασπράδι αβγού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.