νουβέλα


νουβέλα
Προφορά

Ετυμολογία
νουβέλα └ιταλ┘novella (=νέα) ή └γαλλ┘ nouvelle

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νουβέλα

✦ λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.