νησάκι


νησάκι
Προφορά

Ετυμολογία
νησάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού νησί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νησάκι

✦ μικρό νησί: πάει το ταξίδι, φτάσαμε· τ’ ωραίο νησάκι να το (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.