νηρηίδα


νηρηίδα
Προφορά

Ετυμολογία
νηρηίδα αρχαία ελληνική Νηρηίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νηρηίδα

✦ ιδ. στον πληθ. νηρηίδες, κατά την ελλ. μυθολ., οι πενήντα κόρες του Νηρέα που κατοικούσαν στα βάθη της θάλασσας
✦ (ως προσηγ.) νύμφη των υδάτων, νεράιδα
(μτφ. ) γυναίκα ωραία και λυγερή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.