νηπενθής
Προφορά
Ετυμολογία
νηπενθής αρχαία ελληνική επίθετο νηπενθής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νηπενθής -ής, -ές
✦ ο απαλλαγμένος από τη λύπη, που έχει αποβάλει το πένθος
✦ (με ενεργ. σημ.) που δεν προκαλεί λύπη, πένθος
✦ ουδ. νηπενθές ως ουσ., (βοταν.) φυτό καλλιεργούμενο σε θερμοκήπια ως καλλωπιστικό, για τα ιδιόρρυθμα φύλλα του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–