νεώσοικος


νεώσοικος
Προφορά

Ετυμολογία
νεώσοικος αρχαία ελληνική νεώσοικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νεώσοικος

✦ υπόστεγο σε ακτή, για τη στέγαση ανελκυσμένων σκαφών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.