νεωδόχος


νεωδόχος
Προφορά

Ετυμολογία
νεωδόχος ναυς + δέχομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νεωδόχος

✦ χώρος σε λιμάνι με ειδικές εγκαταστάσεις για τη φόρτωση και εκφόρτωση των πλοίων. Διεθνής όρος: ντοκ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.