νεφρικός
Προφορά
Ετυμολογία
νεφρικός μεταγενέστερη ελληνική νεφρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ νεφρικός -ή, -ό
✦ ο των νεφρών: νεφρική ανεπάρκεια (παθολογική κατάσταση κατά την οποία τα νεφρά αδυνατούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό τα μη χρήσιμα στοιχεία του μεταβολισμού)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–