νετάρω
Προφορά
Ετυμολογία
νετάρω └ιταλ┘nettare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νετάρω
✦ τελειώνω κάτι: δουλεύουν από το πρωί κι ακόμα να νετάρουνε – έχει νετάρει τη διορισμένη του δουλειά (Π. Πρεβελάκης)
✦ τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς, εξοφλώ
✦ ρυθμίζω κατάλληλα τον φακό οπτικών οργάνων, φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής για να είναι ευκρινής η εικόνα ή το είδωλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–