νεστοριανός


νεστοριανός
Προφορά

Ετυμολογία
νεστοριανός Νεστόριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ νεστοριανός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο
✦ πληθ. αρσεν. νεστοριανοί ως ουσ., οπαδοί του νεστοριανισμού βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.