νερουλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
νερουλιάζω νερουλός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νερουλιάζω
✦ γίνομαι νερουλός
✦ χάνω τη συνεκτικότητά μου, γίνομαι πλαδαρός
✦ (μτφ. ) ξεκουτιαίνω: άρχισε να νερουλιάζει το μυαλό του από τα γεράματα (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–