νέτος


νέτος
Προφορά

Ετυμολογία
νέτος └ιταλ┘netto

Ερμηνεία
επίθετο┘ νέτος -η, -ο

✦ καθαρός, σκέτος
✦ (για εμπορεύματα) χωρίς απόβαρο
✦ τελειωμένος
✦ (για πρόσ.) ελεύθερος
✦ φρ. νέτα – σκέτα ως επίρρ., απερίφραστα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.