μύρμηγκας


μύρμηγκας
Προφορά

Ετυμολογία
μύρμηγκας μεσαιωνική ελληνική μύρμηγγας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μύρμηγκας

✦ το μυρμήγκι: μύρμηγκα δε ζήμιωσα κι άνθρωπο δε θύμωσα (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.