μύζηση


μύζηση
Προφορά

Ετυμολογία
μύζηση μεταγενέστερη ελληνική ρ. μυζάω (=βυζαίνω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μύζηση

✦ βύζαγμα, πιπίλισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.