μύδρος


μύδρος
Προφορά

Ετυμολογία
μύδρος αρχαία ελληνική μύδρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μύδρος

✦ κομμάτι στερεοποιημένης λάβας που εκτινάσσεται κατά την έκρηξη ηφαιστείου
✦ βλήμα πυροβόλου
(μτφ. ) έντονα επιθετικός λόγος: η αντιπολίτευση εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβερνήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.