μόσχος
Προφορά
Ετυμολογία
μόσχος αρχαία ελληνική μόσχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μόσχος
✦ το μικρό της αγελάδας, μοσχάρι
✦ φρ. θυσιάζω το μόσχο το σιτευτό, στερούμαι ή απαρνιέμαι ό,τι καλύτερο διαθέτω για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού: στην προσπάθεια αυτή εθυσιάσθη ακόμη και ο μόσχος ο σιτευτός (Καθημερινή)
✦ αρωματική ουσία που παράγουν οι αδένες ελαφοειδούς ζώου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–