μόνο
Προφορά
Ετυμολογία
μόνο αρχαία ελληνική μόνον, └ουδ┘ του επιθέτου μόνος
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ μόνο
✦ (Κ μόνον) όχι περισσότερο: μόνο δέκα λεπτά θα περιμένω
✦ αποκλειομένου οποιουδήποτε άλλου: μόνο αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει
✦ (ως σύνδ.) αλλά: καθίστε, μόνο μην κάνετε θόρυβο – θα σας ακολουθούσα, μόνο που είμαι κουρασμένος
✦ με την προϋπόθεση: μόνο αν το θελήσουν κι οι άλλοι
✦ φρ. μόνο και μόνο, αποκλειστικά: θα γίνει μόνο και μόνο για το χατίρι σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–