μόνιτορ
Προφορά
Ετυμολογία
μόνιτορ └αγγλ┘monitor
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το μόνιτορ
✦ όργανο ή σύστημα ελέγχου και παρακολουθήσεως μηχανημάτων, ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, πτήσεως πυραύλων κτλ.
✦ ανιχνευτής δηλητηριωδών αερίων ή ραδιενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–