μόλος
Προφορά
Ετυμολογία
μόλος μεσαιωνική ελληνική μόλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μόλος
✦ τεχνητή προεξοχή ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα και χρησιμεύει για να πλευρίζουν τα πλοία: όλη η βουλή των προεστών στο μόλο συναγμένη (Α. Πάλλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–