μόκο


μόκο
Προφορά

Ετυμολογία
μόκο ίσως └βενετ┘ moka (=φλυαρία) ή └ιταλ┘moccio (=βουβός)

Ερμηνεία
επιφώνημα┘ μόκο

✦ σιωπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.