μόδι
Προφορά
Ετυμολογία
μόδι μεταγενέστερη ελληνική μόδιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μόδι
✦ μέτρο χωρητικότητας σιτηρών και γεν. ξηρών καρπών (ίσο με 8,75 λίτρα): μετρούσε με το μόδι τον καρπό (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–