μωρόσοφος


μωρόσοφος
Προφορά

Ετυμολογία
μωρόσοφος μεταγενέστερη ελληνική μωρόσοφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μωρόσοφος -η, -ο

✦ ανόητος που φαντάζεται ότι είναι σοφός
✦ πολυμαθής αλλά χωρίς κρίση

Συνώνυμα
δοκησίσοφος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.