μωραίνω


μωραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
μωραίνω αρχαία ελληνική μωραίνω

Ερμηνεία
ρήμα μωραίνω

✦ κάνω κάποιον μωρό, ανόητο: μωραίνει Κύριος ?ïν βούλεται απολέσαι
✦ (αμτβ.) φέρομαι, ενεργώ, ομιλώ ως ανόητος, ανοηταίνω: Έλληνες! πόσο εύκολα μωραίνεστε! (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.