μυρμηκίαση


μυρμηκίαση
Προφορά

Ετυμολογία
μυρμηκίαση μεταγενέστερη ελληνική μυρμηκίασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μυρμηκίαση

✦ μούδιασμα, αίσθημα φαγούρας, όπως αυτό που προκαλείται όταν στο δέρμα περπατούν μυρμήγκια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.