μυριόπλουτος


μυριόπλουτος
Προφορά

Ετυμολογία
μυριόπλουτος μύριοι + πλούτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυριόπλουτος -η, -ο

✦ που έχει αμέτρητα πλούτη

Συνώνυμα
πάμπλουτος, ζάπλουτος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.