μυριοστός


μυριοστός
Προφορά

Ετυμολογία
μυριοστός αρχαία ελληνική μυριοστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυριοστός -ή, -ό

✦ δεκάκις χιλιοστός, που κατέχει σε ορισμένη σειρά τον αριθμό 10.000
✦ που έχει μέγεθος 10.000 φορές μικρότερο από το συγκρινόμενο
✦ το ουδ. μυριοστό(ν) ως ουσ., καθένα από τα δέκα χιλιάδες μέρη στα οποία διαιρείται ακέραιη μονάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.