μυριάκριβος


μυριάκριβος
Προφορά

Ετυμολογία
μυριάκριβος μύριοι + ακριβός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυριάκριβος -η, -ο

✦ ο πολυαγαπημένος: τον σταυρό τον αψηλό αγκαλιά γλυκοφιλώ, το μυριάκριβο όνομά της (Γ. Βιζυηνός)

Συνώνυμα
χιλιάκριβος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.