μυζητικός


μυζητικός
Προφορά

Ετυμολογία
μυζητικός μυζάω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυζητικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να απομυζά: μυζητικά έντομα (που ρουφούν αίμα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.