μυελοβλάστη
Προφορά
Ετυμολογία
μυελοβλάστη └αγγλ┘myeloblast – └γαλλ┘ myéloblaste
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μυελοβλάστη
✦ ασχημάτιστο κύτταρο του μυελού των οστών, πρόδρομος μυελοκυττάρων που, σε ορισμένες παθήσεις, ανιχνεύεται στο αίμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–