μπερντές
Προφορά
Ετυμολογία
μπερντές └τουρκ┘perde
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπερντές
✦ παραπέτασμα, κουρτίνα σε πόρτα ή παράθυρο: κι ήταν οι μπερντέδες κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι (Ν. Λαπαθιώτης)
✦ αυλαία θεάτρου
✦ η λευκή οθόνη όπου προβάλλονται οι φιγούρες του θεάτρου σκιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–