μπερμπάντης


μπερμπάντης
Προφορά

Ετυμολογία
μπερμπάντης └ιταλ┘birbante

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μπερμπάντης

✦ θηλ. μπερμπάντισσα έξυπνος, πονηρός άνθρωπος
✦ γυναικοθήρας, γλεντζές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.