μπερδεύω


μπερδεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μπερδεύω μεσαιωνική ελληνική ἐμπροδέσω, ἐμπρεδέσω του ρήματος ἐμπεριδέω

Ερμηνεία
ρήμα μπερδεύω

✦ περιπλέκω: μπέρδεψες την κλωστή
✦ ανακατώνω διαφορετικά ή ομοειδή πράγματα: μπέρδεψε τα χαρτιά του
(μτφ. ) συγχέω: μπέρδεψε τα διορθωμένα χειρόγραφα με τα αδιόρθωτα
(μτφ. ) εμπλέκω κάποιον σε δυσάρεστη ή επιζήμια υπόθεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.