μπελαντόνα


μπελαντόνα
Προφορά

Ετυμολογία
μπελαντόνα └ιταλ┘belladonna (= στρύχνος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπελαντόνα

✦ το φυτό άτροπος η δελεαστική και το πραϋντικό φάρμακο που παράγεται απ’ αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.