μπατιρίζω


μπατιρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μπατιρίζω └τουρκ┘batιrmak

Ερμηνεία
μπατιρίζω

✦ κ. μπατίρω ρ. χρεοκοπώ, πτωχεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.