μπατίκι
Προφορά
Ετυμολογία
μπατίκι εμβατίκιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μπατίκι
✦ ενοίκιο αγρού
✦ πληθ. μπατίκια, μικρή οικογενειακή τελετή της υποδοχής του γαμπρού στο σπίτι της νύφης μετά τον αρραβώνα
✦ το χρηματικό ποσό που κατέβαλλε παλιότερα ιερέας στον επίσκοπο για το διορισμό του σε ενορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–