μπάτσος
Προφορά
Ετυμολογία
μπάτσος από τον ήχο μπατς, που κάνει το ράπισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μπάτσος
✦ ράπισμα, χαστούκι
✦ (μτφ. ) ηθική προσβολή
✦ αστυνομικός
✦ φρ. είναι του κλότσου και του μπάτσου, για κάποιον που δεν τον υπολογίζουν, έχει εξευτελισθεί
Συνώνυμα
σκαμπίλι
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–