μούδιασμα
Προφορά
Ετυμολογία
μούδιασμα ρ. μουδιάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μούδιασμα
✦ η κατάσταση και το αποτέλεσμα του μουδιάζω, μυρμήγκιασμα ή παροδική νάρκωση
✦ (μτφ. ) αίσθημα απώλειας της ζωτικότητας, μάζεμα, συστολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–