μουζικάντης


μουζικάντης
Προφορά

Ετυμολογία
μουζικάντης └ιταλ┘musicante, μτχ. του musicare

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μουζικάντης

✦ μουσικός, οργανοπαίκτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.