μουζίκος


μουζίκος
Προφορά

Ετυμολογία
μουζίκος ρωσ. muzik > muz (= άνθρωπος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μουζίκος

✦ Ρώσος χωρικός της εποχής του τσαρισμού
(μτφ. ) άνθρωπος αγροίκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.