μουδιάζω


μουδιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
μουδιάζω αρχαία ελληνική ρ. αἱμωδιάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα μουδιάζω

✦ αισθάνομαι κεντιές ή μυρμήγκιασμα σε μέρος του σώματός μου
✦ ναρκώνομαι παροδικά
(μτφ. ) χάνω τη ζωτικότητά μου, την ευδιαθεσία μου, ζαρώνω, μαζεύομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.