μουγκός


μουγκός
Προφορά

Ετυμολογία
μουγκός μεταγενέστερη ελληνική μογγός, από συγκοπή του μογ(γ)ιλάλος (= αυτός που μιλά δύσκολα)

Ερμηνεία
επίθετο┘ μουγκός -ή, -ό

✦ βουβός, άφωνος
✦ που δεν μπορεί να μιλήσει, ο κωφάλαλος
✦ υπόκωφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.