μουγγρί
Προφορά
Ετυμολογία
μουγγρί μεταγενέστερη ελληνική γογγρίον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού γόγγρος, με παρετυμολογική επίδραση του μουγγρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μουγγρί
✦ κοινή ονομασία ψαριών, με γκρι μαύρο χρώμα, μήκος περίπου 1,80 μέτρα, που ζουν στους αμμώδεις ή βραχώδεις βυθούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–