μοσχοβόλος


μοσχοβόλος
Προφορά

Ετυμολογία
μοσχοβόλος μόσχος + βάλλω

Ερμηνεία
μοσχοβόλος

✦ -α κ. -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ευωδιαστός, που μοσχοβολάει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.